- αγορανόμος
- Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην Κόρινθο, τη Σπάρτη, τη Λάρισα και άλλες πόλεις. Στη Ρώμη καθήκοντα α. ασκούσαν, μαζί με άλλες εξουσίες, οι έδιλοι.
* * *ο (Α ἀγορανόμος)υπάλληλος τής αγορανομίας, επιφορτισμένος με την επίβλεψη τού καθορισμού και τού ελέγχου τών τιμών, καθώς και τής ποιότητας τών ειδών προς πώλησηαρχ.οι αγορανόμοι στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν αστυνομικοί άρχοντες, αρμόδιοι κυρίως για την εφαρμογή τών σχετικών με την αγορά νόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά + -νόμος < νέμω.ΠΑΡ. αγορανομία, αγορανομικόςαρχ.ἀγορανόμιον, ἀγορανόμιος, ἀγορανομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.